- ὠμότης
- ὠμότηςrawnessfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὠμοτήτων — ὠμότης rawness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμότησι — ὠμότης rawness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμότησιν — ὠμότης rawness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμότητα — ὠμότης rawness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμότητας — ὠμότης rawness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμότητι — ὠμότης rawness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμότητος — ὠμότης rawness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθωμότης — λιθωμότης, ὁ (Α) αυτός που ορκίζεται σε λίθινο βωμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + ωμότης (< ὄμνυμι), πρβλ. ορκ ωμότης, συν ωμότης. Το ω τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] … Dictionary of Greek
συνωμότης — ο, ΝΜΑ, θηλ. συνωμότισσα Ν, και θηλ. συνωμότις, ιδος Μ, και αττ. τ. ξυνωμότης Α αυτός που ορκίζεται μυστικά μαζί με άλλους για την από κοινού ανάληψη και εκτέλεση μιας αξιόποινης πράξης, αυτός που μετέχει σε συνωμοσία αρχ. μτφ. αυτός που κρυφά… … Dictionary of Greek
ψευδωμότης — ὁ, Α ψεύδορκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ωμότης (< ὄμνυμι), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. συν ωμότης)] … Dictionary of Greek